το / φυτάριον, ΝΑυποκορ. νεοελλ. νεαρό φυτό, που προορίζεται για μεταφύτευση, φιντάνιαρχ.μικρό φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].