φυτοφάγα

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. άλλη ονομασία του γένους μαγετιόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytophaga].
(II)
τα, Ν
ζωολ. βλ. φυτοφάγος.