φωνολογία

Greek Monolingual

η, Ν
1. γλωσσ. κλάδος της γλωσσικής επιστήμης που μελετά και ταξινομεί τους απλούς φθόγγους μιας γλώσσας από την άποψη της λειτουργίας τους, δηλαδή τους εξετάζει ως φωνήματα
2. φρ. α) «λειτουργική φωνολογία»
γλωσσ. μέρος της φωνολογίας που ασχολείται με τον λειτουργικό χαρακτήρα με τη λειτουργική αξία τών φωνημάτων
β) «διαχρονική φωνολογία»
γλωσσ. μέρος της φωνολογίας που εξετάζει τις μεταβολές τών φωνημάτων σε ορισμένη διαδοχή συγχρονιών και ασχολείται με την εξέλιξη τών φωνολογικών συστημάτων, δηλαδή με τις επερχόμενες σε αυτά μεταβολές και τα αίτια της δημιουργίας τους στον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonology < φωνή + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Σ. Α. Κουμανούδη].