φωσφατίδια

Greek Monolingual

τα, Ν
(βιοχ.) άλλη ονομασία τών φωσφολιποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphatide < phosphate (< [acide] phosphorique < φωσφόρος) + κατάλ. -ide].