φωτοδότης

English (LSJ)

φωτοδότου, ὁ, giver of light, Simp. in Epict.p.13 D.; also φωτοδώτης, voc. -δῶτα, PMag.Par.1.596.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, der Lichtgeber, wie φωσφόρος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοδότης: -ου, ὁ διδοὺς φῶς, ὡς τὸ φωσφόρος, Συνεσ. Ὕμν. 3. 258, κλπ. ― θηλυκ. -δότις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σελ. 144.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φωτοδότρα Ν, και φωτοδώτης και θηλ. φωτοδότις, -ιδος, Α
1. αυτός που δίνει φως, που φωτίζει
2. εκκλ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -δότης / -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης, πλουτο-δώτης.