φωτότυπο

Greek Monolingual

το, Ν
(φωτογρ.) ορατή και σταθερή φωτογραφική εικόνα, αρνητική ή θετική, παραγόμενη ύστερα από φωτογράφηση και επεξεργασία φωτοπαθούς γαλακτώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -τυπο, ουδ. του -τυπος (< τύπος), πρβλ. στιγμιότυπο].