στιγμιότυπο

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. καθετί που τυπώθηκε ή απεικονίστηκε ακαριαία, σε μια στιγμή
2. περιστατικό ελάχιστης διάρκειας
3. μτφ. πρόχειρη και σύντομη περιγραφή («η τηλεόραση θα μεταδόσει στιγμιότυπα από τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις»)
4. φρ. «στιγμιότυπο κύματος»
φυσ. η γραφική παράσταση της εξίσωσης που καθορίζει τη συμπεριφορά του κύματος στον χώρο σε μια ορισμένη χρονική στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στιγμιαίος (< στιγμή) + -τύπος, -ο (< τύπος < τύπτω), πρβλ. σιδερό-τυπο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. instantane (βλ. λ. ενσταντανέ) και μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].