το, Ν φορτώνω1. φόρτωση2. φορτίο, ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα μεταγωγικό ζώο3. μτφ. βάρος, ενόχληση («μού έγινε φόρτωμα με τα παρακάλια του»).