φόρτωμα

Greek Monolingual

το, Ν φορτώνω
1. φόρτωση
2. φορτίο, ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα μεταγωγικό ζώο
3. μτφ. βάρος, ενόχληση («μού έγινε φόρτωμα με τα παρακάλια του»).