χάιδεμα

Greek Monolingual

και χάδεμα, το, Ν χαϊδεύω
1. το να χαϊδεύει κάποιος κάποιον ή κάτι, η κίνηση της θωπείας
2. το αποτέλεσμα του χαϊδεύω, χάδι, θωπεία
3. μτφ. στοργική ή κολακευτική συμπεριφορά σε κάποιον
4. στον πληθ. τα χαϊδέματα
νάζια, καμώματα.