χάλικας

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) αποστρογγυλωμένο ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και η διάμετρός του κυμαίνεται από 4 ώς 64 χιλιοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. χαράκι: χάρακας)].