χάπι

Greek Monolingual

το, Ν
1. καταπότιο
2. (ειδικά) κοινή ονομασία για τα γυναικεία αντισυλληπτικά
3. μτφ. χάχας, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hap].