χάσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, chasm, separation, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ, Spalt, Scheidung, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
χάσις: -εως, ἡ, «χάσις· διάκρισις, χώρισις» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84.
Greek Monolingual
(I)
-εως, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χάσμα, διαχωρισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω.
(II)
ἡ, Μ
βλ. χάση.