χέρσυδρος

English (LSJ)

ὁ, an amphibious serpent, Nic.Th.359, Androm. ap. Gal.14.34, Philum.Ven.24.1.

German (Pape)

[Seite 1351] ὁ, eine auf dem festen Lande und im Wasser lebende Schlange, Nic. Th. 359, vgl. χέλυδρος.

Greek (Liddell-Scott)

χέρσυδρος: ὁ, ἀμφίβιος ὄφις, Νικ. Θηρ. 359, πρβλ. Annae. Lucan. (ποιητ. Λατ. 9. 711.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία γένους οφιδίων
αρχ.
ονομασία αμφίβιου φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. μελάνυδρος, ὀλιγόϋδρος].