το, Ν1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. έ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].