χαλιδοφόρος

English (LSJ)

ὁ, (χάλις) cupbearer, IG5(1).1468, al. (Messene, χαλειδ- lapides).

German (Pape)

[Seite 1328] = ἀκρατοφόρος, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐδοφόρος: -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, -ιος «άκρατος οίνος» + -φόρος, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. χαλιδο-, που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.].

Translations

cupbearer

Arabic: ⁧سَاقٍ⁩, ⁧سَاقِيَة⁩, ⁧سَاقِي⁩; Belarusian: обер-шэнк; Bengali: সাকী; Bulgarian: виночерпец; Catalan: coper, copera; Czech: šenk, číšník, číšnice; Danish: mundskænk; Dutch: schenker; English: cupbearer, cup-bearer, cup bearer, cupper; Esperanto: pokalisto; Faroese: skeinkjari; Finnish: juomanlaskija; French: échanson; Georgian: მწდე, მერიქიფე; German: Mundschenk, Schenk, Mundschenkin, Schenkin; Greek: οινοχόος; Ancient Greek: ἐπεγχύτης, ἐπικέρνης, οἰνοδόχος, οἰνοχόη, οἰνοχόος, πιγκέρνης, φιαληφόρος, χαλιδοφόρος; Hungarian: pohárnok; Icelandic: byrlari, skutilsveinn; Italian: coppiere, coppiera; Latin: pincerna, pocillator; Lithuanian: pataurininkis; Norwegian Bokmål: munnskjenk; Persian: ⁧ساقی⁩; Polish: podczaszy, cześnik; Portuguese: copeiro, copeira; Romanian: paharnic, ceașnic, păhărniceasă; Russian: виночерпий, обер-шенк; Scottish Gaelic: gille-cupa; Serbo-Spanish: copero, copera; Swedish: munskänk, ganymed, skänksven; Turkish: saki; Ukrainian: обер-шенк, виночерпій, виночерпець, чашник, підчаший; Urdu: ⁧ساقی⁩