χαλκήεις: εσσα, εν, ἐκ χαλκοῦ, χαλκοῦς, χερσὶν ἑλίσσειν τεύχεα χαλκήεντα Χριστοδ. Ἔκφρασις 58.
-εσσα, -εν, Αχάλκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις), βλ. και λ. -όεις].