χαλκοτύμπανος

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτύμπᾰνος: -ον, ὁ ἔχων τύμπανα ἢ κύμβαλα ἐκ χαλκοῦ, Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 106Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα τύμπανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τύμπανος (< τύμπανον), πρβλ. φρεατοτύμπανος.