χαμήλωμα

Greek Monolingual

-ώματος, το, Ν χαμηλώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαμηλώνω, ελάττωση του ύψους, του ποσού ή της έντασης
2. χαμηλή τοποθεσία.