χαμηλώνω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
Ν χαμηλός
1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του
2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω
3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση»)
4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω, φτηναίνω
5. (αμτβ.) α) έρχομαι πιο κοντά στο έδαφος, ελαττώνεται το ύψος μου ή η στάθμη μου (α. «να χαμήλωναν τα βουνά, να ψήλωναν οι κάμποι», δημ. τραγούδι
β. «χαμήλωσαν τα νερά στη λίμνη»)
β) σκύβω
γ) ελαττώνομαι ως προς την ποσότητα ή την ένταση.