χαμαιδιδάσκαλος

English (LSJ)

ὁ, elementary schoolmaster, Edict.Diocl. 7.66, Paul.Al.O.2, Sch.Ar.Ec.804, Hierocl.Facet.61.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιδιδάσκᾰλος: ὁ γραμματοδιδάσκαλος, κατώτερος διδάσκαλος, professor artium secundarius, Ρήτορες (Walz) τ. 6. σ. 43, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 804, Φιλόγελως § 61 (ἔκδ. Eherhard) Σχόλ. εἰς Δημοσθ. 307, 1, ἔκδ. Ὀξ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ασήμαντος, ταπεινός δάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + διδάσκαλος.

German (Pape)

ὁ, Unterlehrer, Schulmeister, Sp.