χαμαιεύνη

English (LSJ)

ἡ, = χαμεύνη, PGen.68.16 (iv A. D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. χαμεύνη.

Mantoulidis Etymological

(=κρεβάτι στρωμένο στό ἔδαφος). Ἀπό τό χαμαί + εὐνή ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.