χαραμίζω

Greek Monolingual

Ν χαράμι
1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο
2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή
3. μέσ. χαραμίζομαι
δεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου, αδικούμαι.