χαριεντότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, gracefulness of manner, playfulness, Plu.2.441b(pl.).

German (Pape)

[Seite 1337] ητος, ἡ, Anmuth, seines Betragen, übh. = Vorigem, Chrysipp. bei Plut. de virt. mor. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
bonne grâce, bon ton, grâce ou esprit.
Étymologie: χαρίεις.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριεντότης: ητος ἡ изящество, тж. остроумие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριεντότης: -ητος, ἡ, χάρις τρόπων, τρόποι ἀστεῖοι καὶ παιγνιώδεις, Πλούτ. 2. 441B.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α χαρίεις, -εντος]
κομψός τρόπος.