χαρτοπαιξία

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να παίζει κανείς χαρτιά, παιχνίδια με τραπουλόχαρτα
2. συνεκδ. το πάθος για το χαρτοπαίγνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη].