χειμοθνής
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (θνῄσκω) frozen to death, Luc.Lex.14.
German (Pape)
[Seite 1343] ῆτος, am Winter od. Frost gestorben, erfroren, Luc. Lexiph. 14.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
mort de froid.
Étymologie: χειμών, θνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
χειμοθνής: ῆτος adj. замерзший насмерть Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χειμοθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) παγωμένος μέχρι θανάτου, καὶ γὰρ χειμοθνής εἰμι, «ἀπέθανα ἀπὸ τὸ κρύο», Λουκ. Λεξιφ. 14.
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
κοκαλωμένος από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -θνής (< θ. θνᾶ- / θνη- του θνῄσκω), πρβλ. ἀνδροθνής, λιμοθνής].