χειροστρόφιον
English (LSJ)
τό, instrument of torture for twisting the hands or arms, Hdn.Epim. 150.
German (Pape)
[Seite 1346] Marterwerkzeug, die Hände oder Arme zu verdrehen, Hdn. epimer. 150.
Greek (Liddell-Scott)
χειροστρόφιον: τό, ὄργανον βασανιστήριον, πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται χειλοστρόφιον).
Greek Monolingual
τὸ, Α
όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + στρόφιον (< στρόφος), πρβλ. κλινοστρόφιον.