χερσάμπελος

English (LSJ)

ἡ (sc. χώρα), dry vineland, ib.506.25 (ii A. D.), 729.30 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
άγονο, ξερό αμπέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄμπελος (πρβλ. ὀλιγάμπελος)].