χερσόθι

English (LSJ)

Adv. on dry land, AP 9.105.

German (Pape)

[Seite 1351] adv., auf dem festen Lande, poet.

French (Bailly abrégé)

adv.
sur la terre ferme sans mouv.
Étymologie: χέρσος, -θι.

Russian (Dvoretsky)

χερσόθῐ: adv. на суше Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν τῇ χέρσῳ, ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, Ἀνθ. Παλατ. 9. 105.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στη στεριά, στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρόθι, οὐρανόθι)].

Greek Monotonic

χερσόθῐ: επίρρ., πάνω στη γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from χερσόθεν
on dry land, Anth.