χηλᾶς
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1352] ὁ, = χηλευτής, Hesych., s. Lob. Phryn. p. 435.
Greek (Liddell-Scott)
χηλᾶς: ὁ, = χηλευτής, «χηλᾶς· ῥάπτης, πλέκτης ἢ ☥τροφεὺς» Ἡσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. εἰς Φρύν. 435.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πλέκτης διχτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή «βελόνη» + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πλακουντᾶς, σαγματᾶς)].