χηνοβοσκός

English (LSJ)

ὁ, gooseherd, Cratin.46, PTeb.701.290 (iii B. C.), Ostr.Bodl. i304 (ii B. C.), Sammelb.6254 (ii B. C.), D.S.1.74; βασιλικοὶ χ. PPetr.2p.25 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1353] Gänse fütternd, haltend, Cratin. bei Ath. VII, 384 b.

Russian (Dvoretsky)

χηνοβοσκός:разводящий гусей Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβοσκός: ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74.

Greek Monolingual

και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ
χηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιροβοσκός)].