χιονίστρα
Greek Monolingual
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες
ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα
2. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού κολχικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα).
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες
ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα
2. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού κολχικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα).