χιονοτρόφος

English (LSJ)

χιονοτρόφον, = χιονοθρέμμων, Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.Ph.802 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee nährend, hegend, wie χιονοθρέμμων, Κιθαιρών Eur. Phoen. 809.

Russian (Dvoretsky)

χιονοτρόφος: покрытый снегом, снеговой (Κιθαιρών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονοτρόφος: -ον, χιονοθρέμμων, ὦ ζαθέων πετάλων πολυθηρότατον νάπος Ἀρτέμιδος χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρὼν Εὐρ. Φοίν. 803.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονοθρέμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].

Greek Monotonic

χῐονοτρόφος: -ον, = χῐονοθρέμμων, σε Ευρ.

Middle Liddell

χιονο-τρόφος, ον, = χιονοθρέμμων, Eur.]