χιρόπους

Greek Monolingual

και χειρόπους, -ποδος, ὁ, ἡ, Α
χειροπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφόπους].

German (Pape)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, aufgeborstene Füße habend, Hesych.