και χειρόπους, -ποδος, ὁ, ἡ, Αχειροπόδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφόπους].
ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, aufgeborstene Füße habend, Hesych.