χλοητόκος
English (LSJ)
χλοητόκον, producing young shoots, Luc.Trag.45.
German (Pape)
[Seite 1359] junge Keime, grünes Gras, Laub erzeugend, hervorbringend, Luc. Tragodopod. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui engendre une verdure nouvelle.
Étymologie: χλόη, τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
χλοητόκος: дающий зеленые побеги, зеленеющий (ποία Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
χλοητόκος: -ον, ὁ τίκτων, παράγων νέους βλαστούς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 45.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει νέους βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. φυλλοτόκος.