χλωραύχην
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, fresh-throated, of the nightingale, Simon.73; with the bloom of youth on her neck, of Deïanira, B.5.172.
German (Pape)
[Seite 1360] ενος, ὁ, ἡ, mit gelblicher od. blasser Kehle, Beiwort der Nachtigall, Simon. im E. Mp. 813, 8. Vgl. χλωρηΐς.
Greek (Liddell-Scott)
χλωραύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χλωρόν, ἤτοι κιτρινοπράσινον αὐχένα, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Σιμωνίδ. 73· πρβλ. χλωρηίς.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) (για αηδόνι) αυτός που έχει πράσινο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μακραύχην, σκληραύχην)].