χλωρηΐς

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλωρηΐς Medium diacritics: χλωρηΐς Low diacritics: χλωρηΐς Capitals: ΧΛΩΡΗΪΣ
Transliteration A: chlōrēḯs Transliteration B: chlōrēis Transliteration C: chloriis Beta Code: xlwrhi/+s

English (LSJ)

-ίδος, pecul. poet. fem. of χλωρός, of the greenwood, or (less prob.) pale green, epithet of the nightingale, χλωρηΐς ἀηδών Od.19.518.

German (Pape)

[Seite 1360] ΐδος, ἡ, bes. poet. fem. zu χλωρός, = χλωρά; bei Hom. Beiwort der Nachtigall, χλωρηῒς ἀηδών Od. 19, 518, von der Farbe, falb, fahl, vgl. χλωραύχην, nach Andern aber die im Grünen, im Laube od. Gebüsche sich aufhaltende, ἡ ἐν χλωροῖς διατρίβουσα. Es ist nicht nöthig, die erstere Erkl. aufzugeben, weil die Farbe nicht genau auf unsere Nachtigall paßt, da Hom. leicht eine andere Art beschreiben konnte. S. auch χλωρός.

French (Bailly abrégé)

ηΐδος
adj. f.
jaunâtre ; selon d'autres qui chante dans la verdure en parl. du rossignol.
Étymologie: χλωρός.

Greek Monolingual

-ΐδος, ἡ, Α
(ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών
ἤτοι ἀπὸ τοῦ χρώματος
ἤ χλωρά
ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν»
β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά
οἱ δὲ τὴν χλωροῖς ἡδομένην
κρεῖττον δὲ τὸ πρῶτον
τοιαύτην γὰρ τὴν πτέρωσιν ἔχει»
γ) (κατά τον Ευστ.) «διὰ τὸ ἅμα τοῖς χλωροῖς φαίνεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. θηλ. του επιθ. χλωρός, σχηματισμένος με κατάλ. -ηΐς (πρβλ. ἡγεμονηΐς). Για άλλες ονομ. πτηνών, προερχόμενες από το επίθ. χλωρός, πρβλ. χλωρίς, χλωρίων, χλωρεύς. Η άποψη ότι η λ. χλωρηΐς προέρχεται από τ. χλωρ-ηFιδ-ς, σύνθ. του οποίου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. ἀείδω και έχει σημ. «με καθαρή φωνή», δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

χλωρηΐς: -ΐδος, ποιητ. θηλ. του χλωρός, ωχρό πράσινο, καστανο-πράσινο, λέγεται για το αηδόνι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

χλωρηΐς: ΐδος adj. f изжелта-зеленая, по по друг. живущая в зеленых зарослях (ἀηδών Hom.).

Frisk Etymology German

χλωρηΐς: -ίδος
{khlōrēḯs}
Meaning: Beiw. der ἀηδών (τ 518), der κάμπη (Nik. Th. 88).
Etymology: Poetische Femininbildung von χλωρός nach den Patronymika und Ableitungen von ON, z.B. Χρυσηΐς, Βρισηΐς (Risch 131); vgl. ἀηδόνες ... χλωραύχενες Simon. 73. — Nach Prellwitz dagegen hellsingend aus *χλωρηϝιδς, Zusammenbildung von χλωρός und der Schwundstufe von ἀείδω mit Kompositionsdehnung (vgl. καλαϊς). Dieselbe Zerlegung bei Dürbeck Münch. Stud. 24, 15 ff. (mit ausführl. Behandlung). aber im Sinn von im frischen Laube singend.
Page 2,1106