χλωρηίς
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
χλωρηίς: -ίδος, ἰδιότυπον θηλ. τοῦ χλωρός, χλωροειδής, ἐπίθετον τῆς ἀηδόνος ἀπὸ τοῦ χρώματος, χλωρηὶς ἀηδὼν Ὀδ. Τ. 518· πρβλ. χλωρός, χλώραυχην· κατὰ τὸν Σχολ. ἤτοι ἐν χλωροῖς διατρίβουσα.., ἢ διὰ τὸ χρῶμα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χλωρηὶς ἀηδών· ἤτοι ἀπὸ τοῦ χρώματος ἡ χλωρά· ἢ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων· ἢ ἀπὸ Χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσα».
English (Autenrieth)
(χλωρός): pale green, olive green, epith. of the nightingale as dwelling in the fresh foliage, Od. 19.518†.
Middle Liddell
χλωρηίς, ίδος, poet. fem. of χλωρός
pale-green, brown-green, of the nightingale, Od.