χοαῖος
English (LSJ)
α, ον, holding a χοῦς (A), σκύφος Hippoloch. ap. Ath.4.129e; σταμνία Anon. ap. Suid. (χοίδια codd.).
German (Pape)
[Seite 1361] einen χοεύς fassend, enthaltend, σκύφος Ath. 129 e.
Greek (Liddell-Scott)
χοαῖος: -α, -ον, ὁ χωρῶν ἕνα χοῦν, αἰτεῖ σκύφον χοαῖον, καὶ πλήσας οἴνου Θασίου, ὀλίγον ἐπιρράνας ὕδατος, ἐξέπιεν, εἰπών, ὁ πλεῖστα πίνων, πλεῖστα κεὔφρων θήσεται Ἱππόλ. παρ’ Ἀθην. 129Ε.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που έχει περιεκτικότητα ενός χου («αἰτεῖ σκύφον χοαῖον, καὶ πλήσας οἴνου...», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς + κατάλ. -αῖος].