χοιράγχη

English (LSJ)

ἡ, = ὑάγχη, Sophr.98.

German (Pape)

[Seite 1362] ἡ, = ὑάγχη, Sophron. bei Apoll.

Greek (Liddell-Scott)

χοιράγχη: ἡ, = ὑάγχη, Σώφρων 86 Ahr.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, δωρ. τ. χοιράγχα Α
η ὑάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -άγχη (< ἄγχω «πιέζω, σφίγγω»), πρβλ. κυνάγχη, ὑάγχη].