χοιριώ

Greek Monolingual

-άω, Μ
μοιάζω με χοίρο («τοὺς δυσόδμους βορβόρους τοῦ χοιριῶντος τοῦδε καὶ κοπροφάγου», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. λεοντιῶ)].