χοιροπαραγωγή

Greek Monolingual

η, Ν
το σύνολο της παραγωγής χοίρων σε μία χώρα ή σε μία περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].