χοιρόβιος
Greek (Liddell-Scott)
χοιρόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον χοίρου, Κ. Μανασσ. Χρον. 625, 5080, Εὐστάθ. 1657, 11, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που ζει σαν χοίρος («χοιρόβιον... τυγχάνειν καὶ κτηνώδη τὸν... κράτορα», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -βιος (< βίος), πρβλ. μυρμηκόβιος].