χοιρόλαιμος

Greek Monolingual

ο, Ν
(κτην.) ασθένεια του στόματος τών χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + λαιμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Αθηναϊκή].