Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τό, = χοιροκομεῖον ΙΙ, Hsch.
χοιρόσᾰκον: τό, = χοιροκομεῖον ΙΙ, Ἡσύχ. ἐν λ. χοῖρος, ἔνθα: «χοῖρος· χοιρόσακα, μηχάνημά τι οὕτως ἐκαλεῖτο».
τὸ, Αεπίδεσμος του γυναικείου αιδοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σάκκος / σάκος.