χοιρόσακον

English (LSJ)

τό, = χοιροκομεῖον ΙΙ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρόσᾰκον: τό, = χοιροκομεῖον ΙΙ, Ἡσύχ. ἐν λ. χοῖρος, ἔνθα: «χοῖρος· χοιρόσακα, μηχάνημά τι οὕτως ἐκαλεῖτο».

Greek Monolingual

τὸ, Α
επίδεσμος του γυναικείου αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σάκκος / σάκος.