χορδωτά

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. μείζον φύλο που αποτελείται από τρεις υποσυνομοταξίες, τα χιτωνόζωα, τα κεφαλοχορδωτά και τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωτά, πληθ. ουδ. του -ωτός (πρβλ. οδοντωτός, σπονδυλωτός)].