κεφαλοχορδωτά

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. υποσυνομοταξία του φύλου τών χορδωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalochordata < cephalo- (πρβλ. κεφαλο-) + -chordata (πρβλ. χορδωτός].