κεφαλοχορδωτά

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. υποσυνομοταξία του φύλου τών χορδωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalochordata < cephalo- (πρβλ. κεφαλο-) + -chordata (πρβλ. χορδωτός].