χορηγικός

English (LSJ)

χορηγική, χορηγικόν, of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, X.Hier.9.11; χ. τρίποδες tripods dedicated to a god by victorious choruses, Plu.Arist. 1, Nic.3; χ. ἀργύριον IG11(2).161A27, 39 (Delos, iii B. C.); τὸ χ. alone, Inscr.Délos453A24 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1365] ή; όν, dem χορηγός gehörig, ihn betreffend. Dah. χορηγικοὶ ἀγῶνες, Wetteifer in der Ausstattung und Aufführung von Chören, Xen. Hier. 9, 11; τρίποδες, die von den siegenden Chören einem Gotte geweihten und in einem Tempel aufgestellten Dreifüße, Plut. Arist. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le chorège ou la fonction du chorège : χορηγικοὶ τρίποδες PLUT trépieds consacrés par le chorège dont les chœurs avaient obtenu le prix.
Étymologie: χορηγός.

Russian (Dvoretsky)

χορηγικός: касающийся хорегов: χορηγικοὶ ἀγῶνες Xen. соревнования между хорегами (в устройстве хоров); χορηγικοὶ τρίποδες Plut. треножники, приносимые в дар божеству наиболее отличившимися хорегами.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χορηγόν, χ. ἀγῶνες, ἅμιλλα περὶ τὴν παρασκευὴν καὶ τὸν καταρτισμὸν χορῶν, Ξεν. Ἱέρων 9, 11· χ. τρίποδες, οὓς ἀνέθετεν εἴς τινα θεὸν ὁ νικήσας χορηγός, Πλουτ. Ἀριστείδ. 1, Νικ. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χορηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορηγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγό
αρχ.
φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.).

Greek Monotonic

χορηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες, άμιλλα για την παρασκευή χορών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χορηγικός, ή, όν
of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, Xen.