χοροίτυπος

English (LSJ)

ον, Pass., played for or to the choral dance, χέλυς h.Merc. 31.
danced over, ἄλσος Nonn. D. 13.95.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé (de l'archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].

German (Pape)

beim Chortanze geschlagen, λύρα H.h. Merc. 31.

Russian (Dvoretsky)

χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).

Middle Liddell

[cf. χοροιτύπος [epic for χορότυπος]
proparox. χοροίτυπος, ον, pass. played to the choral dance, Hhymn.