χοροιτύπος

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροιτύπος Medium diacritics: χοροιτύπος Low diacritics: χοροιτύπος Capitals: ΧΟΡΟΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: choroitýpos Transliteration B: choroitypos Transliteration C: choroitypos Beta Code: xoroitu/pos

English (LSJ)

(parox.), ον, Ep. for χορο-τύπος,
A beating the ground in the choral dance, generally, dancing, Pi.Fr.156, Opp.H.3.250, Nonn. D. 9.202, al.; cj. for χειροκτύπῳ in Telest.1.5.
II proparox. χοροίτυπος, ον, Pass., played for or to the choral dance, χέλυς h.Merc.31.
2 danced over, ἄλσος Nonn. D. 13.95.

German (Pape)

[Seite 1366] den Boden im Reigen, im Chortanze schlagend, stampfend, dah. übh. tanzend, springend, hüpfend, Pind. frg. 57; – χοροίτυπος, beim Chortanze geschlagen, λύρα H. h. Merc. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe (la terre) en chœur, danse en chœur.
Étymologie: χορός, τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

χοροιτύπος: (ῠ) ὁ хороводный плясун Pind.

Greek (Liddell-Scott)

χοροιτύπος: [ῠ], -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χορο-τύπος, ὁ ἐν τῷ χορεύειν κτυπῶν τὴν γῆν, καθόλου, χορεύων, ὀρχούμενος, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 57, Ὀππ. Ἁλ. 3. 250, Νόνν. Διονυσ. 44, 54, πιθ. πλημμελὴς γραφ. ἀντὶ χειροκτύπῳ παρὰ Τελέστῃ ἐν Ἀθην. 616F. ΙΙ. προπαροξ. χοροίτυπος, ον, παθ., πληττόμενος, παιζόμενος πρὸς χορὸν ἢ πρὸς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, λύρα Ὕμν. Ὁμ. ἐν Ἑρμ. 31. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 557.

English (Slater)

χοροιτῠπος beating time in the dance ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος Σιληνός fr. 156.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που χτυπά με τα πόδια του το έδαφος χορεύοντας
2. (γενικά) αυτός που χορεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λατύπος. Για την μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η παροξυτονία προσδίδει στο επίθ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

χοροιτύπος: [ῠ], -ον, Επικ. αντί χορο-τύπος·
I. αυτός που χτυπά τη γη χορεύοντας, χορευτής, σε Πίνδ.
II. προπαροξ., χοροίτυπος, -ον, Παθ., αυτός που παίζει στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

χοροι-τῠ́πος, ον, [cf. χοροίτυπος [epic for χοροτύπος]
beating the ground in the dance, dancing, Pind.