χοροδιδασκαλείο
Greek Monolingual
το, Ν
σχολή χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολείο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].
το, Ν
σχολή χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολείο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].